Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁ πάσχων

См. также в других словарях:

  • πάσχων — πάσχω have pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χριστός πάσχων — Τίτλος βυζαντινού δράματος. Παλιά αποδιδόταν στον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, αλλά όπως αποδείχτηκε γράφτηκε κατά τον 11o ή 12o αι. και είναι έργο κάποιου λογίου. Αποτελείται από 2.640 στίχους, οι οποίοι είναι συρραφή στίχων αρχαίων ελληνικών… …   Dictionary of Greek

  • κίνηση Χάιμλιχ — (Heimlich). Επείγουσα διαδικασία για να εκβληθεί ένα ξένο σώμα το οποίο φράσσει την αναπνευστική οδό ενός ατόμου και να αποκατασταθεί η αναπνοή. Η κίνηση προκαλεί τεχνητό βήχα, με την οποία ο παθών μπορεί να αποβάλει το αντικείμενο που φράσσει… …   Dictionary of Greek

  • Христос страждущий — (Χριστός πάσχων, Christus patiens) греческая трагедия, изображающая историю страданий Спасителя при помощи средств античной драмы, в 2640 стихах (по большей части ямбических триметрах). Прежде эта трагедия приписывалась св. Григорию Назианзину,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Gregor [1] — Gregor (v. gr. Gregorĭos, d.i. der Wachsame, männlicher Name). I. Fürsten. A) Herzog von Benevent: 1) G., Neffe des longobardischen Königs Luitprand, folgte 733 auf Andelas u. regierte bis 740, s. Benevent (Gesch.). B) Hospodare [573] der Moldau …   Pierer's Universal-Lexikon

  • Byzantinische Literatur — Byzantinische Literatur. Die b. L. umfaßt das Schrifttum der Griechen von Konstantin d. Gr. (324) bis zum Untergang des byzantinischen Reiches (1453); man pflegt jedoch die Zeit bis Justinian (527) als die Periode des Unterganges der Antike und… …   Meyers Großes Konversations-Lexikon

  • Dodekasyllabischer Vers — Der dodekasyllabische Vers (griechisch: δωδεκασύλλαβος στίχος dodekasyllabos stíchos „zwölfsilbiger Vers“) oder Zwölfsilber ist ein iambischer Vers der mittelgriechischen Metrik. Es handelt sich um einen iambischen Vers der akzentuierenden Metrik …   Deutsch Wikipedia

  • Χριστός — I (από το χρίω, μετάφραση του εβραϊκού μασιά = ο κεχρισμένος, ο μεσσίας). Τίτλος που δίνεται στον Ιησού. Με τον Απόστολο Παύλο ο όρος πήρε διπλή σημασία: χωρίς άρθρο έγινε δεύτερο κύριο όνομα, Ιησούς Χριστός, και αναφέρεται στην προσωπικότητά του …   Dictionary of Greek

  • δρώ — (AM δρῶ, άω) 1. αναπτύσσω δράση, ενέργεια 2. επιδρώ 3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα δρώμενα α) θεατρική παράσταση ή άλλο δημόσιο θέαμα β) θρησκευτικές τελετές αρχ. 1. πράττω, ενεργώ, κατορθώνω 2. προσφέρω θυσία, τελώ μυστικές ιεροτελεστίες 3. κάνω… …   Dictionary of Greek

  • επιδειξιμανία — και επιδειξιομανία, η ψυχοπαθολογική κατάσταση κατά την οποία ο πάσχων παρορμάται να επιδεικνύει στους άλλους τα γεννητικά του όργανα …   Dictionary of Greek

  • ερημοφοβία — η ιατρ. ψυχοπαθολογική κατάσταση κατά την οποία ο πάσχων καταλαμβάνεται από αγωνιώδη φόβο μόλις βρεθεί σε έρημο, ανοικτό χώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + φοβία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»